- κροκέ
- croquet
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
κροκέ — το είδος παιχνιδιού κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί με ένα ξύλινο σφυρί να περάσει μια ξύλινη μπάλα μέσα από μικρά τόξα χωμένα στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croquet < αγγλ. croquet < αρχ. γαλλ. croc «μαγκούρα, αγκίστρι»] … Dictionary of Greek
Κόλινγκσγουντ, Ρόμπιν Τζορτζ — (Robin George Collingswood, 1889 – 1943). Άγγλος φιλόσοφος, ιστορικός και αρχαιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της Οξφόρδης και ήταν φίλος του Β. Κρόκε, τις φιλοσοφικές θεωρίες του οποίου δίδαξε στην Αγγλία. Στη συνέχεια, η φιλοσοφική σκέψη και η… … Dictionary of Greek